- ἐχόντως
- ἐχόντως, Adv. [tense] pres. part. of ἔχω, in phrase ἐ. νοῦν,A = νουνεχόντως (q.v.), Pl.Lg.686e;
ἐχόντως ἑαυτὸν τὸν νοῦν Id.Phlb.64a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐχόντως ἑαυτὸν τὸν νοῦν Id.Phlb.64a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχόντως — ἐχόντως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχω) φρ. «ἐχόντως νοῡν» νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος τού έχω*] … Dictionary of Greek
ἐχόντως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουνεχόντως — (Α) επίρρ. συνετά, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε όντως (πρβλ. προ εχόντως, υπερ εχόντως)] … Dictionary of Greek